- υποσιτίζω
- υποσίτισα, υποσιτίστηκα, υποσιτισμένος, δίνω συστηματικά λιγότερη σε ποσότητα ή ποιότητα τροφή και όχι όση είναι απαραίτητη για την κανονική θρέψη του οργανισμού (αντίθ. υπερσιτίζω): Στην πείνα της Κατοχής υποσιτίστηκε ο ελληνικός λαός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.